- Αἴαντες
- Αἴαςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κελευτιώ — κελευτιῶ, άω (Α) (θαμιστ. τού κελεύω απαντά μόνο στη μτχ. ενεστ. ως επικ. τ.) προτρέπω, ξεσηκώνω, παροτρύνω συνεχώς («Αἴαντε κελευτιόωντ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην» οι δύο Αίαντες σύχναζαν παντού πάνω στους πύργους παροτρύνοντας συνεχώς τους… … Dictionary of Greek
Αιάντεια — Επίσημες γιορτές που γίνονταν για τους δύο Αίαντες, τον Τελαμώνιο και τον Λοκρό, οι πρώτες στη Σαλαμίνα, οι δεύτερες στην Οπούντα, με θυσίες, αγώνες εφήβων, πομπές και λαμπαδηδρομίες. Στην πομπή μετέφεραν ένα ανδρείκελο με πλήρη πανοπλία, για να… … Dictionary of Greek